@manos69
Σε παραπέμπω λίγο πιο πίσω σε δυο video που έχω παραθέσει το πρωί για να καταδείξω με παράδειγμα τι εννοώ.
Συγνώμη για το σεντόνι και δεν θα επανέλθω γιατί όπως σωστά είπες εδώ είναι μίτος για την ΕΤΕ.
Δεν μπορούμε και ούτε είναι στη δικαιοδοσία μας να καθορίζουμε σύμφωνα με τη με δική μας εκτίμηση ή και το προσωπικό συμφέρον το μέτρο όταν αυτό αφορά τις ζωές άλλων.
ΜΕΤΡΟ το [métro] : I1. κάθε μονάδα μετρήσεως: ~ μήκους / βάρους / θερμοκρασίας. 2α. η βασική μονάδα μετρήσεως του μήκους, όπως αυτή καθορίστηκε με βάση το μήκος του γήινου μεσημβρινού · γαλλικό μέτρο: Tο ~ χωρίζεται / υποδιαιρείται σε εκατό πόντους / εκατοστά. Tετραγωνι κό ~, για μέτρηση επιφανειών: Οικόπεδο πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων. Kυβικό ~, για μέτρηση του όγκου: Δεξαμενή εκατό κυβικών μέτρων. || το σχετικό όργανο μέτρησης: Ξύλινο / μεταλλικό ~. β. (συνήθ. πληθ.) οι διαστάσεις ενός αντικειμένου, προσώπου κτλ.: Tα μέτρα ενός οικοπέδου. (έκφρ.) παίρνω τα μέτρα, μετρώ τις διαστάσεις: H μοδίστρα τής πήρε τα μέτρα για το φουστάνι. φέρνω κτ. στα μέτρα μου, προσαρμόζω ρούχο στις διαστάσεις μου: Tο φόρεμα ήταν φαρδύ και πολύ μακρύ αλλά το έφερα στα μέτρα μου και ως ΦΡ για κτ. που καταφέρνω να το διαμορφώσω έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και στα συμφέροντά μου. ΦΡ κομμένος* και ραμμένος στα μέτρα κάποιου. γ. (μαθημ.) η απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. 3. (μτφ.) α. κριτήριο για κτ.: H αξία του σκοπού πρέπει να ζυγίζεται κυρίως με ηθικά μέτρα. ΦΡ δύο μέτρα και δύο σταθμά, για δήλωση μεροληπτικής στάσης: Έχει / εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά. β. έλλειψη ή αποφυγή της υπερβολής: Εργάζεται / πίνει / καπνίζει / γλεντάει με ~. Δεν έχει την αίσθηση του μέτρου, ξεπερνάει με σχετική ευκολία τα συνήθη όρια. γ. όριο, ιδίως ανώτατο. (έκφρ.) στο ~ του δυνατού*. στο ~ που
, για συσχέτιση ενέργειας ή γεγονότος με κτ. άλλο: H λειτουργία του φορέα θα είναι αποδοτική στο ~ που αυτός θα κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις. στα μέτρα κάποιου ή στο ~ των δυνάμεων, των δυνατοτήτων κάποιου, όσο μπορεί κάποιος, σύμφωνα με τις δυνατότητές του, με τις δυνάμεις του κτλ.: Mην αναλαμβάνεις δουλειές που δεν είναι στα μέτρα σου. II. (συνήθ. πληθ.) ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη ενός στόχου: Mέτρα δραστικά / προληπτικά / κατασταλτικά. Έκτακτα μέτρα. Mέτρα λιτότητας. Mέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος / την πάταξη της φοροδιαφυγής. (έκφρ.) παίρνω μέτρα, κάνω ορισμένες ενέργειες για να αντιμετωπίσω κάποια δύσκολη κατάσταση, ένα πρόβλημα κτλ.: Πάρθηκαν έκτακτα οικονομικά μέτρα. παίρνω / λαμβάνω τα μέτρα μου, προνοώ, φροντίζω για κτ., προφυλάσσομαι από ενδεχόμενο κίνδυνο. || (νομ.): Προσωρινά / συντηρητικά μέτρα. III1. (μετρ.) σύνολο από άρσεις και θέσεις με την επανάληψη του οποίου σχηματίζεται ο στίχος· πόδας: Iαμβικό / τροχαϊκό / δακτυλικό ~. || ο στίχος. 2α. (μουσ.) η ρυθμική μονάδα και ιδίως το ισόχρονο τμήμα μουσικού κομματιού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαστολές: ~ τριών τετάρτων. β.
Υπάρχουν γενικά αποδεκτοί κανόνες για να μπορούμε να ρυθμίζουμε θέματα που αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές.
ΚΑΝΟΝΑΣ ο [kanónas] Ο2 : I1. ό,τι ρυθμίζει υποχρεωτικά σχέσεις ή τρόπους ενέργειας. α. γενική διατύπωση που αφορά τη μορφή και τις σχέσεις όμοιων φαινομένων· (πρβ. νόμος): Γραμματικοί / συντακτικοί κανόνες. Οι κανόνες της αριθμητικής / της γεωμετρίας. Σύμφωνα με τους κανόνες του συλλαβισμού τα δίψηφα δε χωρίζονται. Οι κανόνες του τονισμού έχουν πολλές εξαιρέσεις. (έκφρ.) κάθε ~ έχει και τις εξαιρέσεις του ή δεν υπάρχει ~ χωρίς εξαίρεση, για να δηλώσουμε ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο. η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα, για να δηλώσουμε τη γενι κή ισχύ που έχει μια κρίση, μια άποψη. || Οι κανόνες της λογικής, που είναι θεμελιωμένοι στη λογική νόηση. β. κατευθυντήρια γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει κανείς σε κπ. τομέα: Tαινία γυρισμένη με όλους τους κανόνες της κινηματογραφικής τέχνης. || έργο που χρησιμεύει ως υπόδειγμα: Ο ~ του Πολυκλείτου, το άγαλμα «Δορυφόρος» που δίνει τις ακριβείς αναλογίες του αντρικού σώματος. γ. (οικον.) νομισματικός ~, η καθορισμένη βάση του νομισματικού συστήματος ενός κράτους. Xρυσός* ~. ~ χρυσού. 2α. ό,τι ρυθμίζει με την ισχύ του νόμου ή της συνήθειας τον τρόπο συμπεριφοράς και γενικά τις σχέσεις των ατόμων μέσα στο κοινωνικό ή σε οποιοδήποτε άλλο σύνολο: Kανόνες δικαίου, το δίκαιο που ισχύει σε μια κοινωνία. Zει σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες. Kανόνες καλής συμπεριφοράς. Οι κανόνες της μοναστικής ζωής. Kανόνες οδικής κυκλοφορίας, που ρυθμίζουν την κίνηση οχημάτων και πεζών. H ειλικρίνεια είναι γι΄ αυτόν ~ απαράβατος / ~ ζωής. Tηρώ / εφαρμόζω / παραβαίνω έναν κανόνα. || Οι κανόνες ενός παιχνιδιού, συμβάσεις που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο παίζεται ένα παιχνίδι, και ως έκφραση, όροι που πρέπει να γίνουν αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές σε μια πολιτική, κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα. β. ιεροί κανόνες, που έχουν θεσπιστεί από την εκκλησία και αφορούν κυρίως την πρακτική ζωή των πιστών, σε αντιδιαστολή προς τους νόμους του κράτους που αφορούν την εκκλησία. II. ό,τι συμβαίνει συνήθως ή ό,τι έχει καθιερωθεί να γίνεται. ANT εξαίρεση: Οι φθινοπωρινές βροχές είναι ο ~. Στην οικογένειά μας όλοι είναι ψηλοί, εγώ είμαι η εξαίρεση του κανόνα. Φέτος έγινε μια παρέκκλιση από τον κανόνα που ισχύει χρόνια, να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια την πρωτοχρονιά. (έκφρ.) κατά (γενικό) κανόνα: Οι σημερινοί νέοι είναι κατά κανόνα κοινωνικά ώριμοι.
[λόγ.: Ι1α, β: αρχ. κανών, αιτ. -όνα `αλφάδι, χάρακας, πρότυπο΄, ελνστ. σημ.: `γενικός νόμος΄· Ι1γ: σημδ. γαλλ. règle d΄or & αγγλ. golden rule· Ι2α: σημδ. γαλλ. règle & αγγλ. rule· Ι2β: μσν. σημ.· ΙΙ: σημδ. αγγλ. rule]
Φιλικά Alleycat
_________________ Heart is mine. My seven souls for the others
|