Οι «Οτσαλάν» της αρχαιότητας
Μ. Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ | Κυριακή 14 Μαρτίου 1999
Το άσυλο στις μέρες μας είναι ένας από τους θεσμούς τον οποίο έχουν αποδεχθεί οι ευνομούμενες δημοκρατικές κοινωνίες προκειμένου να περιορίζουν τη δύναμη ή την αυθαιρεσία της οποιασδήποτε επίσημης αρχής.
Πασίγνωστο π.χ. είναι το πανεπιστημιακό άσυλο, η έννοια του οποίου ωστόσο έχει στον τόπο μας διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλοί σήμερα αγνοούν ακόμη και τους λόγους για τους οποίους έχει επιβληθεί.
Πολλές είναι οι περιπτώσεις καταπάτησης ή κακοποίησής του με αποκορύφωμα το κάψιμο μιας ιστορικής πτέρυγας του Μετσόβιου Πολυτεχνείου πριν από μερικά χρόνια.
Ενώ το Πολυτεχνείο καιγόταν, η εξουσία παρακολουθούσε το τραγικό γεγονός, αλλά δεν έκανε τίποτε για να αποτρέψει την καταστροφή.
Το κτίριο κάηκε, κανείς ωστόσο δεν τιμωρήθηκε, κανείς δεν παραιτήθηκε, από κανέναν δεν ζητήθηκαν ευθύνες. Μόνο ο λαός τελικά πλήρωσε τα σπασμένα.
Η πολιτική ηγεσία ακόμη και σήμερα δεν έχει τολμήσει να αποκαταστήσει το κύρος του πανεπιστημιακού ασύλου.
Με τα γεγονότα, τα σχετικά με τον ηγέτη των Κούρδων Αμπντουλάχ Οτσαλάν η τραγική κατάληξη των οποίων τραυμάτισε βαριά την υπερηφάνεια και το δημοκρατικό αίσθημα των Ελλήνων έγινε επίκαιρη και η έννοια του πολιτικού ασύλου.
Η προστασία των ικετών
Το άσυλο δεν είναι εφεύρεση των καιρών μας.
Υπήρχε από τους αρχαίους χρόνους, φυσικά και στην αρχαία Ελλάδα.
Εβαζε και τότε φραγμούς στη δύναμη των ισχυρών, υπενθυμίζοντάς τους ότι πάνω από οποιαδήποτε γήινη εξουσία ισχυρότερη είναι η εξουσία του θείου.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο στην αρχή ως άσυλα χρησίμευαν αποκλειστικά ιεροί χώροι.
Ελεύθεροι πολίτες, μέτοικοι ή δούλοι που είχαν κάνει κάποια αξιόποινη πράξη ή πολιτικά πρόσωπα των οποίων κινδύνευε η ζωή από τους
«εν τη εξουσία ευρισκομένους» αντιπάλους τους κατέφευγαν σε ναούς, σε βωμούς και γενικότερα σε ιερούς χώρους και έθεταν ως ικέτες τους εαυτούς τους υπό την προστασία της θεότητας.
Οι ικέτες αυτοί έχοντας τις περισσότερες φορές παραβιάσει τους ισχύοντες ανθρώπινους νόμους είχαν υποπέσει σε αδίκημα για το οποίο μόνον οι θεοί και μάλιστα ο Δίας «ικέσιος» ήταν σε θέση να τους συγχωρήσουν και να τους εξαγνίσουν.
Από τα ιερά μέρη στα οποία κατέφευγαν κανένας δεν μπορούσε να τους συλλάβει ή να τους απομακρύνει βίαια.
Ο επιχειρών κάτι τέτοιο κινδύνευε με βαρύτατη τιμωρία· θάνατο, εξορία, πέταγμα των οστών της οικογένειάς του έξω από τα όρια της επικράτειας, δήμευση της περιουσίας του.
Βέβαια η εξουσία, τυφλωμένη από την πρόσκαιρη δύναμή της, μερικές φορές δεν αναγνωρίζει καμία δύναμη ως ανώτερή της.
Ετσι και στην αρχαιότητα έχουμε περιπτώσεις παραβίασης του ασύλου.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα μας προσφέρει η Αθήνα από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ.
Τότε μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του Κύλωνα να γίνει τύραννος της Αθήνας, οι οπαδοί του για να σωθούν ζήτησαν άσυλο στον βωμό της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη και στους βωμούς των Ευμενίδων στην πόλη.
Ωστόσο οι αντίπαλοί τους, με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας, των Αλκμαιωνιδών, τους κατέσφαξαν.
Η πράξη αυτή στοίχισε στους Αλκμαιωνίδες εξορίες και κατασχέσεις των περιουσιών τους αλλά και στην ίδια την Αθήνα δημιούργησε κατά καιρούς και για μεγάλο χρονικό διάστημα προβλήματα.
Στις παραμονές π.χ. του Πελοποννησιακού Πολέμου, 200 περίπου χρόνια μετά τον αφανισμό των οπαδών του Κύλωνα, οι Σπαρτιάτες αξίωσαν από τους Αθηναίους προκειμένου να μην τους κηρύξουν τον πόλεμο, ανάμεσα στα άλλα, και την εξορία των μιαρών Αλκμαιωνιδών!
Η πρόθεσή τους ήταν προφανής, αφού ήθελαν να στερήσουν από τους Αθηναίους τον ηγέτη τους τον Περικλή, που ήταν Αλκμαιωνίδης.
Οι όροι της ασυλίας
Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι το άσυλο δεν προστάτευε όλες τις αξιόποινες πράξεις.
Αυτό ήταν κάτι που άλλαζε με το χρόνο, όπως και από περιοχή σε περιοχή.
Στην Αθήνα π.χ. δεν είχε το δικαίωμα της ασυλίας αυτός που είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα, ενώ στα βυζαντινά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων συνέχισε να ισχύει το άσυλο των ναών, αυτό δεν κάλυπτε μοιχούς, βιαστές, φονιάδες και κάποτε και τους οφειλέτες του Δημοσίου!
Και κάτι άλλο ακόμη· μπορεί στην αρχαιότητα όλα τα ιερά να παρείχαν ασυλία, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι και η κρατική εξουσία τα αναγνώριζε όλα αυτά ως άσυλα.
Για έναν μικρό μόνο αριθμό από αυτά το κράτος δεχόταν την ασυλία.
Ετσι αν κάποιος φυγόδικος κατέφευγε σ' ένα από τα μη αναγνωρισμένα άσυλα, δεν ήταν καθόλου ασφαλής.
Μπορούσε ο οποιοσδήποτε χωρίς βέβαια να χρησιμοποιήσει βία αυτό απαγορευόταν ρητά να τον εξαναγκάσει με «νόμιμους» τρόπους να απομακρυνθεί από αυτό με συνέπεια να συλληφθεί.
Αν το άσυλο π.χ. ήταν ένα ιερό αλσύλλιο, έβαζαν φωτιά έτσι ώστε ο ικέτης έπρεπε να διαλέξει ή να γίνει παρανάλωμα του πυρός ή να εγκαταλείψει το άσυλο και να συλληφθεί.
Αν το άσυλο ήταν ένας ναός, μπορούσαν να ελέγχουν την είσοδό του.
Ετσι ο ικέτης στερημένος τροφής και νερού δεν είχε ελπίδα επιβίωσης.
Στην Αθήνα τα σημαντικότερα άσυλα ήταν το «Ηρώον του Θησέα» και ο «Βωμός των 12 θεών» (ή «του ελέους») στην Αγορά.
Στη Λακωνία το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου στη Σπάρτη και το ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο ήταν τα γνωστότερα, ενώ στην Πελοπόννησο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ασφαλέστερο άσυλο το παρείχε ο ναός της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα.
Από τα άσυλα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου περίφημο ήταν και το Ασκληπιείο της Κω.
Οι περιπέτειες των πολιτικών
Με το πέρασμα του χρόνου το άσυλο επεκτάθηκε και σε μη λατρευτικούς χώρους, ενώ εμφανής ήταν η τάση αυτό να καλύπτει όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις.
Ετσι άσυλο χαρακτηριζόταν και τμήμα μιας πόλης, με αυστηρά βέβαια καθορισμένα όρια, ενώ στα ελληνιστικά χρόνια συναντούμε και την περίπτωση μια ολόκληρη πόλη, όπως π.χ. η Σμύρνη, η Τέως και η Μαγνησία επί Μαιάνδρω, να αναγνωρίζεται ως άσυλο!
Αυτή βέβαια η εξάπλωση του ασύλου είχε συνέπεια τον εκφυλισμό και την εξασθένιση του θεσμού, ενώ συγχρόνως δημιουργούσε και ανυπέρβλητα εμπόδια στην άσκηση της δικαιοσύνης.
Οι κάθε λογής εγκληματίες και φυγόδικοι εύκολα έβρισκαν καταφύγιο σε κάποιο από τα πολλά και μεγάλα αυτά άσυλα, αποφεύγοντας την καταδίκη τους.
Η ατιμωρησία τους είχε αποτέλεσμα και την αύξηση της εγκληματικότητας.
Ετσι στις πρώτες δεκαετίες του 1ου αι. μ.Χ., ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος προχώρησε στον δραστικό περιορισμό των αναγνωρισμένων ασύλων.
Αλλά και περιπέτειες πολιτικών ανδρών που κατατρεγμένοι από τους ισχυρούς αντιπάλους τους αναζητούσαν κάπου πολιτικό άσυλο όπως δηλαδή η περίπτωση του Οτσαλάν δεν είναι άγνωστες στην αρχαιότητα.
Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αφορά τον Θεμιστοκλή, τον νικητή της Σαλαμίνας.
Οι Σπαρτιάτες τον κατηγόρησαν ως προδότη και κατάφεραν να πείσουν γι' αυτό και τους Αθηναίους.
Τον καιρό εκείνο ο Θεμιστοκλής ζούσε εξόριστος στο Αργος και φοβούμενος τη σύλληψή του καταφεύγει στην Κέρκυρα επειδή κάποτε οι Κερκυραίοι τον είχαν ανακηρύξει ευεργέτη τους.
Οι τελευταίοι όμως, φοβούμενοι την αντίδραση των τότε ισχυρών... της Γης, των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, αρνήθηκαν να τον δεχθούν και τον πέρασαν υποχρεωτικά στην απέναντι ηπειρωτική ακτή.
Οι πράκτορες των εχθρών του τον ακολουθούν κατά πόδας και έτσι τον αναγκάζουν να καταφύγει στον Αδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών, με τον οποίο δεν είχε καλές σχέσεις.
Ευτυχώς γι' αυτόν ο Αδμητος όχι μόνο δεν του κρατούσε κακία αλλά και δεν ενέδωσε στις πιέσεις των διωκτών του, που ζητούσαν επίμονα την παράδοσή του. Καθώς μάλιστα ο Θεμιστοκλής επιδίωκε να καταφύγει στον Πέρση βασιλιά, τον αιώνιο εχθρό των Ελλήνων, ο Αδμητος τον βοήθησε να φτάσει στην Πύδνα, στις ακτές του Θερμαϊκού Κόλπου, διασχίζοντας την επικράτεια του βασιλιά των Μακεδόνων Αλεξάνδρου Α'.
Εκεί με πλοίο φεύγει για τις μικρασιατικές ακτές, αλλά για κακή του τύχη πέφτει πάνω σε αθηναϊκό πολεμικό πλοίο από αυτά που πολιορκούσαν τη Νάξο.
Τελικά με εκβιασμούς και δωροδοκίες καταφέρνει να φτάσει στην Εφεσο και από εκεί να καταλήξει ασφαλής στην αυλή του Πέρση βασιλιά.
Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται είναι κάτι αμφισβητούμενο.
Ωστόσο όλοι συμφωνούν ότι η γνώση της διδάσκει και ότι ορισμένα ιστορικά συμβάντα, στο πέρασμα του χρόνου, παρουσιάζουν χαρακτηριστικές ομοιότητες.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Διαβάστε περισσότερα:
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46 ... z1C7fUcGZA