Η Eurostat στην Αθήνα για «απογραφή» ελλειμμάτων
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2009 07:00
Στο «μικροσκόπιο» κλιμακίου της Eurostat που βρίσκεται στην Αθήνα, μπαίνει το... έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας μας.
Αυστηρό έλεγχο των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδας ξεκινά από σήμερα κλιμάκιο της κοινοτικής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat), προκειμένου να επιβεβαιώσει τα στοιχεία που κοινοποίησε η χώρα μας για την πορεία του ελλείμματος του προϋπολογισμού, αλλά και να επιβεβαιώσει το… έλλειμμα αξιοπιστίας που έχει πλέον η Ελλάδα απέναντι στα κοινοτικά όργανα.
Τη διήθηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, επιχειρεί αντιπροσωπεία της Eurostat, που θα βρίσκεται στην Αθήνα έως και την Τετάρτη 18 Νοεμβρίου.
Κεντρικό στόχο των ελέγχων αποτελεί η αποκαλούμενη «άσπρη τρύπα», δηλαδή τα πλεονάσματα των ασφαλιστικών ταμείων των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, τα χρέη των νοσοκομείων και γενικά οι υποχρεώσεις του κράτους προς τους ιδιώτες που μένουν εκκρεμείς και δεν αναγράφονται στο έλλειμμα.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την «άσπρη τρύπα», η οποία επειδή αφαιρείται από το έλλειμμα, ώστε να προκύπτει το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης, κάθε κυβέρνηση επιδιώκει να είναι όσο γίνεται υψηλότερη. Ο προσδιορισμός της δεν γίνεται με αξιόπιστη μέθοδο, αλλά με έρευνα δειγματοληπτική από την ΕΣΥΕ και από εκτιμήσεις.
Ενδεικτικό είναι ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας του περασμένου Ιανουαρίου υπολόγιζε την άσπρη τρύπα του 2009 σε 6,64 δισ. ευρώ ή στο 2,6% του ΑΕΠ και τώρα (στο προσχέδιο του προϋπολογισμού υπολογίζεται ότι φτάνει μόλις σε 2 δισ. ευρώ ή 0,8% του ΑΕΠ).
Επίσης, η Eurostat θα ελέγξει την κατανομή στα έτη 2008 και 2009 των χρεών των νοσοκομείων, που έχει προτείνει η κυβέρνηση. Ειδικότερα, εντάχθηκαν 2,2 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2009, 3,04 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2008 και 800 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2010. Οποιαδήποτε ανακατανομή των ποσών επιφέρει αλλαγές στα μεγέθη του προϋπολογισμού.
Η «νεώτερη» ιστορία των απογραφών
22 Μαρτίου 2004: Επιστολή του υπουργείου Οικονομίας προς τον τότε αρμόδιο επίτροπο, Πέδρο Σόλμπες, τον ενημερώνει ότι, από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2004 δεν θα είναι 1,7% του ΑΕΠ, που ανέφεραν οι προβλέψεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αλλά στο 2,95% (ή 3%).
5 Ιουλίου 2004: Το Ecofin διαπίστωσε την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα και προχώρησε σε σύσταση βάσει των άρθρων 104 (παράγραφος 6) και 104 (παράγραφος 7), με σκοπό να τερματιστεί η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος έως το 2005.
22 Νοεμβρίου 2004: Η Eurostat ανακοίνωσε ότι τα δημοσιονομικά στοιχεία της Ελλάδας αναθεωρήθηκαν σε μεγάλη έκταση και παρουσίασε μία αναλυτική έκθεση, η οποία τεκμηρίωνε τα νέα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος. Η έκθεση ανέφερε, ειδικότερα, ότι το έλλειμμα για το 2004 ήταν στο 4,6% του ΑΕΠ, αντί 1,7% που προσδιοριζόταν από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ανέφερε, ακόμα, ότι τα στοιχεία για τα ελλείμματα, που είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή για τα έτη 2000, 2001 και 2002, αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω κατά περισσότερο από δύο μονάδες του ΑΕΠ.
17 Φεβρουαρίου 2005: Το Συμβούλιο Ecofin υιοθέτησε απόφαση βάσει του άρθρου 104 (παράγραφος 9) της Συνθήκης για την ΟΝΕ και έδωσε στην Ελλάδα μία διετία για την αντιμετώπιση του υπερβολικού ελλείμματος, δηλαδή έως το 2006. Την ικανοποίηση του αιτήματος για διετή περίοδο προσαρμογής, που δεν ήταν τότε σύμφωνο με τους κανονισμούς της Συνθήκης, διεκδίκησε και πέτυχε η κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι με την ήπια προσαρμογή του ελλείμματος θα αποτρεπόταν η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι θα υπήρχε σημαντικό οικονομικό κόστος, αν η προσαρμογή δεν γινόταν στη διετία.
6 Απριλίου 2005: Η Επιτροπή δημοσιοποίησε την αξιολόγησή της για το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2004-2007 και κατέληξε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα και ότι δεν χρειάζονταν άλλα βήματα στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ενώ ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια χαιρέτισε τη δέσμευση της κυβέρνησης να παρουσιάσει έναν προϋπολογισμό για το 2006 που θα προέβλεπε μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
26 Σεπτεμβρίου 2005: Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα της Ελλάδας ήταν 5,7% του ΑΕΠ για το 2003 και 6,6% για το 2004, επισημαίνοντας ότι υπήρχαν ακόμη κάποιες εκκρεμότητες όσον αφορά τα δημοσιονομικά στοιχεία, που σχετίζονταν με τις εισπράξεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους λογαριασμούς των ασφαλιστικών οργανισμών.
22 Φεβρουαρίου 2006: Δημοσιοποιήθηκε από την Επιτροπή η αξιολόγηση του επικαιροποιημένου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2005-2008, και επισημάνθηκε, από την Επιτροπή, η ανάγκη πιστής τήρησης του προϋπολογισμού 2006, ώστε να επιτευχθεί η μείωση του ελλείμματος κάτω από το όριο 3% μέχρι το τέλος του έτους.
23 Οκτωβρίου 2006: H Eurostat αίρει τις αμφισβητήσεις της για τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία και το πλήθος των εκκρεμών ζητημάτων που παρέλαβε η κυβέρνηση το 2004. Αυτά ήταν οι λογαριασμοί των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, η καταγραφή των αμυντικών δαπανών, οι εισπράξεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τα χρέη των δημόσιων νοσοκομείων, η δαπάνη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα έσοδα και οι δαπάνες για τα έτη 2002-2004, κ.λπ.
27 Φεβρουαρίου 2007: Το Ecofin αξιολογεί θετικά το επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2006-2009 και αναγνώρισε τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί από την ελληνική κυβέρνηση.
23 Απριλίου 2007: Η Eurostat ανακοινώνει ότι το έλλειμμα της Ελλάδας διαμορφώθηκε το 2006 κάτω από το όριο του 3% -και συγκεκριμένα στο 2,6% του ΑΕΠ- για πρώτη φορά από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ από 7,9%, που τελικά διαμορφώθηκε το 2004.
Στις 5 Ιουνίου 2007, το ECOFIN εγκρίνει την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αποφασίζει την έξοδο της Ελλάδας από την επιτήρηση, αναγνωρίζοντας ότι το έλλειμμα του 2006 μειώθηκε στο 2,6% του ΑΕΠ και θα παραμείνει κάτω από το 3% και το 2007. Η έξοδος από την επιτήρηση τότε είχε συνοδευτεί διθυραμβικά σχόλια των κοινοτικών αξιωματούχων για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας των ελληνικών στατιστικών δεδομένων και τη στενότερη συνεργασία της ΕΣΥΕ με τη Eurostat.
Στις 30 Μαρτίου 2009: Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία κοινοποιεί στη Eurostat τις εκτιμήσεις (του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών) ότι το έλλειμμα του 2008 κλείνει στο 5% του ΑΕΠ, και ότι, για το 2009, ο στόχος είναι στο 3,7% του ΑΕΠ. Ακολουθεί στο ECOFIN του Μαΐου η δέσμευση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννη Παπαθανασίου, για τη λήψη μέτρων ώστε το έλλειμμα να συγκρατηθεί φέτος στο 3,7% του ΑΕΠ και το 2010 να μειωθεί κάτω από το 3%.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 (λίγες μέρες προ των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου), η ΕΣΥΕ αποστέλλει στη Eurostat τις νεότερες εκτιμήσεις της για το έλλειμμα και ανεβάζει την εκτίμηση για το έλλειμμα του 2009 στο 6% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα του 2008 αυξάνεται επίσης στο 5,7% του ΑΕΠ.
Στις 5 Οκτωβρίου 2009, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, προειδοποιεί από την Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν για την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ ότι «το έλλειμμα του προϋπολογισμού, φέτος, οδεύει προς το 10% του ΑΕΠ σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας».
Στις 8 Οκτωβρίου 2009, ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου μιλάει για πρώτη φορά για έλλειμμα 12% του ΑΕΠ φέτος, ενώ αργότερα το ποσοστό ανεβαίνει στο 12,5%.
Στις 4 Νοεμβρίου 2009, με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2010 στη Βουλή ανεβαίνει ακόμα περισσότερο η εκτίμηση για το έλλειμμα του 2009, στο 12,7% του ΑΕΠ, ενώ για το 2010 ο στόχος τίθεται στο 9,4% του ΑΕΠ.
Από το 2000 αμφιβάλλουν
Η δυσπιστία των κοινοτικών απέναντι στους ελληνικούς δημοσιονομικούς λογαριασμούς κλείνει μια δεκαετία. Από το έτος 2000, μόλις εκπληρώθηκε με τον προϋπολογισμό του 1999 το κριτήριο του μειωμένου ελλείμματος για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, εκδηλώθηκαν οι πρώτες ανησυχίες της Eurostat και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ποιότητα των ελληνικών στατιστικών στοιχείων.
Με την ολοκλήρωση της ένταξης των πρώτων «12» στην ΟΝΕ, η κοινοτική στατική υπηρεσία άλλαξε τους κανόνες τήρησης των εθνικών λογαριασμών, με στόχο να καταστεί αυστηρότερη η εποπτεία. Η πρώτη εφαρμογή της νέας διαδικασίας εποπτείας των δημοσιονομικών μεγεθών έγινε το φθινόπωρο του 2002, όταν αναθεωρήθηκαν τα στοιχεία όλων των χωρών, αλλά οι μεγαλύτερες διαφορές διαπιστώθηκαν στην Ελλάδα. Μάλιστα ήταν τέτοιες που ο τότε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης, αναγκάστηκε να τροποποιήσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού, του έτους 2003, το οποίο προέβλεπε πλεονάσματα, αλλά μετατράπηκαν σε ελλείμματα. Επίσης, αναθεωρήθηκαν οι προϋπολογισμοί μέχρι και το 2000, όπως και το δημόσιο χρέος.
Παράλληλα, η Eurostat είχε αποστείλει ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο κατέγραφε τις «ύποπτες» περιοχές της δημοσιονομικής διαχείρισης, οι κυριότερες από τις οποίες ήταν η «άσπρη τρύπα», οι κρυφές ενισχύσεις προς τις ΔΕΚΟ, ο ετεροχρονισμός εγγραφής εσόδων και δαπανών, η εγγραφή του κόστους των εξοπλιστικών προγραμμάτων, οι κεφαλαιοποιήσεις τόκων κ.λπ.
Η διαδικασία κορυφώθηκε το Μάρτιο του 2004, που ξεκίνησε η «περιπέτεια» της απογραφής, που οδήγησε στην υπαγωγή στη διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος. Ο κύκλος εκείνος έκλεισε (προσωρινά, όπως αποδεικνύεται σήμερα), τον Ιούνιο του 2007, με την έξοδο από την επιτήρηση και τις διαβεβαιώσεις από τη Eurostat ότι «δεν υπάρχουν κενά στους ελληνικούς εθνικούς λογαριασμούς».
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ
http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1741675