Η ιστορία της Μαρίας
Σαν πρώιμο σταφύλι η Μαρία
πριν πατήσει ακόμα καν τα δέκα τρία
τους άντρες έκανε τυφλά να την ποθούν,
σαν τα μυγάκια που πετούν γύρω απ’τη φλόγα
όταν αντίκριζαν την ροδαλή της ρώγα
γύρω της τρέχανε για να τσουρουφλιστούν.
Κατεβαίνει απ’το χωρίο της στην Αθήνα
Γερμανοί παντού και λύσσαξε στην πείνα
-τι άλλο θα βρω για να σας πω ένα παραμύθι;-
λόγω πείνας της αμβλύνθηκαν τα ήθη
στην Αθήνα της Μαρίας η ομορφιά
ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά
ένας δοσίλογος την έχει ερωτευτεί
κι αυτή του δίνεται χωρίς να το σκεφτεί.
Μία μέρα ένας άντρας την πλευρίζει
“Κακομοίρα μου” στ’αυτί της ψιθυρίζει
“Μ’αυτόν που είσαι το κεφάλι σου θα φας,
γυρεύοντας, κοπέλα μου, το πας”.
Σηκώθηκε ένα βράδυ απ’το κρεβάτι
“Προς νερού μου”, λέει “πάω” στο συνεργάτη.
Βιαζότανε αυτός να την πηδήσει
μα τον πείθει πως αμέσως θα γυρίσει.
Από κάτω περιμέναν οπλισμένοι
δυο της ΟΠΛΑ και στο Κόμμα οργανωμένοι
τους ανοίγει, ανεβαίνουνε επάνω
και σκοτώνουν στο κρεβάτι το ρουφιάνο.
Φχαριστήθηκε ο κοσμάκης, κι η Μαρία
Άστε ντούε βγήκε στην παρανομία
μα την ψάχνανε παντού οι Γερμανοί.
Φεύγει εκείνη στο βουνό, για να κρυφτεί.
Με αντάρτες στο βουνό κάνει παρέα.
Γνωρίζει κάποιον ονόματι Αντρέα.
Τα γένια του μυρίζανε θυμάρι,
μαυροσκούφης ήτανε του Άρη.
Της υπόσχεται, μόλις λευτερωθούνε,
με το καλό θα ήθελε να παντρευτούνε.
Εδώ μπαίναν στην Αθήνα οι Εγγλέζοι,
δός του εκείνος για παντρειά να την πιέζει.
Κάποιος βρέθηκε να την διαφωτίσει,
ο Φώτης και τα μάτια της ν’ανοίξει.
Ο Αντρέας ήταν, λέει, τροτσκιστής,
“γι’αυτό δεν πρέπει να τον ξαναδείς”.
Του χώσανε, λοιπόν, μία παγίδα,
του αντάρτη, κι αν τον είδατε, τον είδα.
Πάει τον έφαγε το μαύρο το σκοτάδι
κατά διαταγήν του Ζαχαριάδη.
Και μια νύχτα σκοτεινή πάνω στο Γράμμο,
ο Φώτης τη ζήτησε σε γάμο.
Ο Φώτης βρέθηκε μετά στη Βουλγαρία
κι αυτή να σέρνεται μες στα στρατοδικεία.
Ο Επίτροπος ζητά την εσχάτη των ποινών
μα επεμβαίνει ευτυχώς κάποιος γιος εφοπλιστών.
Την είχε δει σε μιαν εφημερίδα.
“Την ερωτεύτηκα, μπαμπά” του λέει “μόλις την είδα.
Κι όταν σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη,
στη Μητρόπολη γινήκανε οι γάμοι,
ο φάκελός της σαν σκιά εξαφανίστηκε,
σε κολυμπήθρα εθνική ξαναβαφτίστηκε.
Από τότε κολυμπάει στα πλούτη μέσα,
η Μαρία είναι τώρα ναυρχέσσα.
Έχουν δίκιο της ζωής οι βετεράνοι:
Στόλους σέρνει, άμα θέλει, το φουστάνι
Έχουν δίκιο όταν λένε οι παλιοί:
Στόλους σέρνει, άμα θέλει,….
(δε λέμε βρομόλογα εδώ μέσα! )
