ΤΟ 2009 ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ
ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ
ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΩ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ, ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΑ (BACKROUND), ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΣΩΝ ΜΟΥ ΛΕΕΙ Ή ΕΧΕΙ ΠΕΙ,
ΓΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΤΟΥ ΥΦΟΣ.
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΗΤΑΝ ΟΤΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΑ. ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΝ ΝΑ ΠΟΥΝ ΨΕΜΑΤΑ.
ΑΥΤΟ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΠΡΩΣΟΠΙΚΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ.
ΑΥΤΟ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΕΥΚΟΛΗ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΠΑΓΑΛΩΝ.
ΑΥΤΟ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ ΜΕ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ.
ΑΥΤΟ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΩΣ ΜΟΥ ΜΕ "ΑΛΛΟΥΣ" ΤΡΟΠΟΥΣ.
ΜΙΑ ΒΕΡΓΑ ΤΗΝ ΣΠΑΣ.
ΠΟΛΛΕΣ ΕΝΩΜΕΝΕΣ, ΔΕΝ ΣΠΑΝΕ ΟΙ ΡΗΜΑΔΕΣ..
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
- Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τι,
να ζητάς την αρετή!
- Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
- Ητράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
- Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
- Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσο χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
ένα πουφ! είν' η ζωή,
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Aη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μου κλεισε κι αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
- "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά 'ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
Κώστας Βάρναλης - Η Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου
6/3/2010 22:49
xristos 666
http://www.youtube.com/watch?v=Hb4Q0kCY77A